Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
71 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγελόκρουση [aŋɟelókrusi] η,
- death agony:
- μέσα στην ~ έβλεπε ανθρώπους που γύριζαν πάνω σ' ένα αυτοκίνητο (Myriv).
- death agony:
- αγγελόκρουσμα [aŋɟelókruzma] το,
- death rattle or agony (syn ψυχορράγημα):
- poem και στο κρεβάτι, ακριβέ μου, πανώριος εσύ και πεθαίνεις | με του παιδιού τ' ~, με τη γλυκάδα του ρόδου (Palam)
- ⓐ fig unexpected and frightening surprise (syn αγγελοκρουσμός):
- ~ του 'ρθε σαν άκουσε την είδηση.
- death rattle or agony (syn ψυχορράγημα):
- αγγελοκρουσμένος, -η, -ο [aŋɟelokruzménos]
- ① being in or right after the death agony:
- το φως της ζωής είχε σβήσει πια στα αγγελοκρουσμένα μάτια (Myriv) |
- poem κρασί του ετοιμοθάνατου, | που αστράφτει δοκιμάζοντάς σε, | μπρος στο νου τον αγγελοκρουσμένο, | της κατάφλογης παράδεισος το φως (Sikel) |
- την ώρα που ήσουν αγγελοκρουσμένη | ένα παιδί γεννιότανε, του κόσμου ο Σώστης (Melachrinos)
- ② saddened (syn περίλυπος)
[ppp of αγγελοκρούω, q.v.]
- ① being in or right after the death agony:
- αγγελοκρουσμός [aŋɟelokruzmós] ο, (& αγγελοκρουμός)
- ① death rattle (syn αγκομαχητό 3, επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα):
- poem από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του (Solom) |
- μικρή ψυχούλα μίλησε στον αγγελοκρουμό της (Sikel)
- ② fear caused by a frightful sight.
- ① death rattle (syn αγκομαχητό 3, επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα):
- αγγελοκρούω [aŋɟelokrúo] aor αγγελόκρουξα, mediop αγγελοκρούομαι, aor αγγελοκρούστηκα, ppp αγγελοκρουσμένος
- ① to be about to take s.o.'s life (or soul), of Charos (syn παίρνω την ψυχή):
- poem δε μπορώ ο μαύρος, δε μπορώ, μ' αγγελοκρούει ο Xάρος (Krystallis)
- ⓐ fig astound, frighten (syn κατατρομάζω, εκφοβίζω):
- poem αγγελοκρούει τον άνθρωπον ο λόγος της γυναίκας (Sikel)
- ② mediop αγγελοκρούομαι, ppp αγγελοκρουσμένος be struck by the death angel, die suddenly
- ⓑ breathe one's last (syn in αγγελοθωρώ)
- ⓒ become mad; be seized by love madness
- ⓓ be frightened, become speechless w. fright (syn κατατρομάζω intr):
- την είδε κι αγγελοκρούστηκε
[cpd of άγγελος & κρούω]
- ① to be about to take s.o.'s life (or soul), of Charos (syn παίρνω την ψυχή):
- αγγελομάτης, -α (& -ισσα), -ικο [aŋɟelomátis]
- having the eyes of an angel, w. angelic or beautiful eyes:
- folks. μια λυγερή ψυχομαχεί, μια λυγερή πεθαίνει |... | για ενός σγουρού μελαχρινού, για ενός αγγελομάτη την αγάπη |
- μα τούτη αν τον αγάπησε, ~ είναι
[cpd w. μάτι 'eye']
- having the eyes of an angel, w. angelic or beautiful eyes:
- αγγελομαχώ [aŋɟelomaxó] aor αγγελομάχησα,
- breathe one's last, be dying (syn in αγγελοθωρώ):
- τρεις μέρες αγγελομαχούσε και παράδερνε παραμιλώντας (Boem) |
- folks. και μέσα τα μεσάνυχτα η κόρη αγγελομάχα
- ⓐ fig:
- poem τρεις χρόνους ~ και νικητής εβγήκα! (Sikel)
[der of late MG & dial ModG αγγελομάχος m 'one breathing his last']
- breathe one's last, be dying (syn in αγγελοθωρώ):
- αγγελόμορφος, -η, -ο [aŋɟelómorfos]
- having an angel's form or appearance, angelic, handsome, beautiful (syn αγγελοπρόσωπος):
- ο Σκαρβέλης 18 ετών. Kαι ήταν, καθώς λέγουν, ~ (Papantoniou) |
- η νεκρολογία του στο Hμερολόγιο Σκόκου, συνοδευμένη με την αγγελόμορφη φωτογραφία του (Valetas) |
- poem κ' η κόρη η αγγελόμορφη σαν πρόφτασε να πάρη | ένα φευγάτο φίλημα σταλμένο απ' το φεγγάρι (Malakasis)
- ⓐ angelic, very beautiful:
- αγγελόμορφη θωριά
[MG αγγελόμορφος, cpd w. μορφή]
- having an angel's form or appearance, angelic, handsome, beautiful (syn αγγελοπρόσωπος):
- αγγελοπετριά [aŋɟelopetrjá] η, region.
- ① death blow, sudden death
- ⓐ unexpected ill or disaster (syn αναπάντεχο κακό):
- του ήρθε ~
- ② fig love-sickness, love-madness (syn ερωτική παραφορά)
[cpd w. πετριά]
- αγγελοπλουμισμένος, -η, -ο [aŋɟelοplumizménos] region.
- ornamented, adorned like a painted angel; beautiful:
- αγγελοπλουμισμένο παιδί |
- folks. αγγελοπλουμισμένη μου, μέλι με τις γλυκάδες
[cpd w. πλουμισμένος]
- ornamented, adorned like a painted angel; beautiful: